τετραχθά

τετραχθά
τετραχθά [pron. full] [θᾰ], Adv., poet. for τέτραχα, Il.3.363, Od.9.71; cf. διχθά, τριχθά.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραχθά — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχθά — Α επίρρ. τέτραχα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τέτραχα, πρβλ. διχθά, τριχθά. Για την εναλλαγή τού χ/ χθ πρβλ. χαμηλός: χθαμαλός] …   Dictionary of Greek

  • τετραξός — ή, όν, Α τετραπλός («γραμμαὶ τετραξαί» τέσσερεις σειρές γραμμών, Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρα (βλ. λ. τέσσερεις + επίθημα ξός, μέσω αμάρτυρου τ. *τετραχθjος < επίρρ. τετραχθά (πρβλ. δι ξός < *διχθjος < διχθά)] …   Dictionary of Greek

  • τριχθά — Α επίρρ. (επικ. επιτ. τ. τού τρίχα*) σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τρίχα (Ι), πρβλ. διχθά, τετραχθά. Για την εναλλαγή τού χ /χθ πρβλ. χαμηλός: χθαμαλός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”